- μωκός
- μωκός, ὁ (Α)(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῡ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μώκος — μῶκος, ὁ (Α) χλευασμός με μορφασμό τού προσώπου, εμπαιγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού μωκός, με αναβιβασμό τού τόνου (βλ. και μωκῶμαι)] … Dictionary of Greek
μωκός — mocker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶκος — mockery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωκοῦ — μωκός mocker masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωκῶ — μωκός mocker masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μωκῶν — μωκός mocker masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μῶκον — μῶκος mockery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώκοις — μῶκος mockery masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώκου — μῶκος mockery masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μώκους — μῶκος mockery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)